-
1 βούλευσις
βούλευσις, ἡ, 1) die Berathung, als engerer Begriff der ζήτησις untergeordnet, Arist. Eth. Nic. 3, 5. – 2) βουλεύσεως δίκη, nach Harpocr., Klage, a) wegen vorsätzlichen Mordes, Dem. 25, 28. – b) wegen unrechtmäßigen Einschreibens in die öffentlichen Schuldregister, daß Einer vorsätzlich solche Fälschung begangen, βουλεύσεως διώκειν, αἱρεῖν τινα, Dem. 25, 72. 73.
-
2 βουλευσις
- εως ἥ1) обсуждение, рассмотрение(φαίνεται ἥ μὲν ζήτησις οὐ πᾶσα εἶναι β., ἥ δὲ β. πᾶσα ζήτησις Arst.)
2) юр. злоумышлениеβουλεύσεως δίκη или γραφή Dem., Arst.; — судебный процесс по обвинению в покушении на жизнь или в заведомо обманном внесении (кого-л.) в списки государственных недоимщиков
-
3 βούλευσις
См. также в других словарях:
παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… … Dictionary of Greek